περιποιητικός — able to procure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικός — ή και ιά, ό / περιποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιποιώ] νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που είναι πρόθυμος και ικανός να παρέχει περιποιήσεις μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιποιητικόν προστασία μσν. αρχ. αυτός που μπορεί να παρέχει ή να προξενεί κάτι («ταῡτα… … Dictionary of Greek
περιποιητικά — περιποιητικός able to procure neut nom/voc/acc pl περιποιητικά̱ , περιποιητικός able to procure fem nom/voc/acc dual περιποιητικά̱ , περιποιητικός able to procure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικῶν — περιποιητικός able to procure fem gen pl περιποιητικός able to procure masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικόν — περιποιητικός able to procure masc acc sg περιποιητικός able to procure neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικαί — περιποιητικός able to procure fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικοί — περιποιητικός able to procure masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικοῦ — περιποιητικός able to procure masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητικούς — περιποιητικός able to procure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιποιητική — περιποιητικός able to procure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)